- θαλαμίς
- θαλαμίς, -ίδος, ή (Α) [θάλαμος]η θαλαμηπόλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλαμίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμίν — θαλαμίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek